- λεμφοζίδιο
- τοανατ. μικρή τοπική συλλογή λεμφικού ιστού, που βρίσκεται συνήθως κάτω από υγρά επιθήλια, όπως, λ.χ., τού πεπτικού ή τού αναπνευστικού συστήματος, σε περιοχές συχνής έκθεσης σε μικρόβια ή σε ξένα σώματα, αλλ. λεμφοθυλάκιο.
Dictionary of Greek. 2013.